- ὑπομελανίζον
- ὑπομελανίζωmake rather blackpres part act masc voc sgὑπομελανίζωmake rather blackpres part act neut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υακίνθινος — η, ο / ὑακίνθινος, ίνη, ον, ΝΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον υάκινθο αρχ. (το ουδ.) ὑακίνθινον (κατά τον Ησύχ.) «ὑπομελανίζον, πορφυρίζον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑάκινθος + κατάλ. ινος (πρβλ. λίθ ινος)] … Dictionary of Greek